- έξωμος
- η , ο [ος , ον ] декольтированный;
έξωμος τουαλέττα ( — или εσθής) — декольтированное платье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έξωμος τουαλέττα ( — или εσθής) — декольтированное платье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έξωμος — η, ο (AM ἐξωμος, ον) (για ενδύματα) αυτός που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους και τον τράχηλο* … Dictionary of Greek
έξωμος — η, ο που έχει ή αφήνει έξω (δηλ. ακάλυπτο, γυμνό) τον ώμο ή τους ώμους, ντεκολτέ: Έξωμη τουαλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντεκολτέ — το άκλ. 1. ως επίθ. έξωμος, γυμνόλαιμος 2. ως ουσ. άνοιγμα στο πάνω, συνήθως, μέρος τού γυναικείου φορέματος μπροστά στο στήθος ή πίσω στην πλάτη («φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decollete «έξωμος» < γαλλ. decolleter… … Dictionary of Greek
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek